- πτερυγοφόρον
- πτερυγοφόροςattracting feathersmasc/fem acc sgπτερυγοφόροςattracting feathersneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
PTERYGIA — Graece Πτερύγια, quae et πτέρυγες et πτερὰ, sunt anguli vestium, αἱ γωνίαι alias. Hesych. Θετταλικὰ πτερὰ, τοῦτο εἴρηται διὰ τὸ πτέρυγας ἔχειν τὰς θετταλικὰς χλαμύδας. πτέρυγες δὲ καλοῦνται αἱ ἑκατέρωθεν γωνίαι, διὰ τὸ ἐοικέναι πτερυξι. Cuiusmodi … Hofmann J. Lexicon universale
πτερυγοφόρος — ον, ΝΑ νεοελλ. αυτός που φέρει, που έχει πτέρυγες αρχ. φρ. «πτερυγοφόρον ἤλεκτρον» το ήλεκτρο, που έλκει το χνούδι τών φτερών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτέρυξ, υγος + φόρος* (< φέρω)] … Dictionary of Greek